νεόσμηκτος

νεόσμηκτος
νεόσμηκτος
newly cleaned
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεόσμηκτος — νεόσμηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που καθαρίστηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος, φρεσκογυαλισμένος («θωρήκων τε νεοσμήκτων, σακέων τε φαεινῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σμηκτος (< σμήχω «καθαρίζω»), πρβλ. αλί σμηκτος] …   Dictionary of Greek

  • νεόσμηκτον — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem acc sg νεόσμηκτος newly cleaned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσμήκτοις — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσμήκτου — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσμήκτους — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσμήκτων — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσμήκτῳ — νεόσμηκτος newly cleaned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόσμηκτα — νεόσμηκτος newly cleaned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”